βραχυκέφαλος

βραχυκέφαλος
βρᾰχῠ-κέφᾰλος, , a
A fish, Xenocr.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχυκέφαλος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα κρανίο που έχει κεφαλικό δείκτη, δηλαδή σχέση σε εκατοστά μεταξύ του μέγιστου πλάτους της κορυφής της κεφαλής και του μέγιστου μήκους της, μεγαλύτερο του 80. * * * η, ο (Α βραχυκέφαλος, ον) νεοελλ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • βραχυκέφαλος — η, ο αυτός που το κεφάλι του έχει το ίδιο σχεδόν μήκος και πλάτος, αντίθ. δολιχοκέφαλος: Οι Μογγόλοι είναι βραχυκέφαλη φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυκέφαλοι — βραχυκέφαλος fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυκέφαλον — βραχυκέφαλος fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • αστούριος — (astur). Γένος αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών. Έχουν μικρό ράμφος και φέρουν στο πάνω σαγόνι τους ατροφικό δόντι. Τρέφονται με μικρότερα πουλιά που τα αρπάζουν καθώς πετούν. Στο γένος τους ανήκουν γύρω στα 20 είδη, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • δολιχοκέφαλος — η, ο αυτός που έχει δολιχοκεφαλία, ο μακροκέφαλος. Αντίθ. βραχυκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”